ἅματι

ἅματι
ἄματι , ἄμπ
repose
neut dat sg
ἄ̱ματι , ἦμαρ
day
neut dat sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Αμάτι — (Amati).Επώνυμο οικογένειας από την Κρεμόνα της Ιταλίας, που διακρίθηκε στην κατασκευή έγχορδων μουσικών οργάνων, κυρίως των περίφημων ομώνυμων βιολιών. 1. Αντρέα (Andrea A., περ. 1535 – περ. 1611). O πρώτος της οικογένειας και ένας από τους… …   Dictionary of Greek

  • ἄματι — ἄμπ repose neut dat sg ἄ̱ματι , ἦμαρ day neut dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γκουαρνέρι — (Guarneri).Οικογένεια Ιταλών οργανοποιών από την Κρεμόνα. Πρεσβύτερος της οικογένειας υπήρξε ο Αντρέα (Andrea, Κρεμόνα 1626 1698). Μαθητής αρχικά του Νικόλα Αμάτι, διάσημου οργανοποιού από την Κρεμόνα, απομακρύνθηκε αργότερα από τη σχολή του,… …   Dictionary of Greek

  • Κρεμόνα — (Cremona). Πόλη (70.887 κάτ. το 2001) της βόρειας Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.771 τ. χλμ., 334.087 κάτ.) στην περιοχή της Λομβαρδίας. Είναι χτισμένη στην ανατολική όχθη του ποταμού Πάδου. Αποτελεί πολυσύχναστο εμπορικό κέντρο, με …   Dictionary of Greek

  • Στραντιβάριους, Αντόνιο — (Stradivarius). Ιταλός οργανοποιός (Κρεμόνα 1643 – 1737), γνωστός και με το επώνυμο Στραντιβάρι. Από αριστοκρατική οικογένεια, αφοσιώθηκε στην κατασκευή μουσικών οργάνων έχοντας ως δάσκαλο τον περίφημο Νικόλα Αμάτι (1596 1684), ανιψιό του Αντρέα… …   Dictionary of Greek

  • βιολί — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (σολ, ρε, λα, μι),που κουρδίζονται κατά πέμπτες. Η προέλευσή του, όπως άλλωστε και όλων των οργάνων με τόξο, είναι αβέβαιη. Ίσως να προέρχεται απότο αραβικό ρεμπάμπ, που έγινε γνωστό στην… …   Dictionary of Greek

  • σάματι — και σάματις Ν (ως σύνδ.) 1. (σε ερώτηση στην οποία εννοείται ή και αναμένεται αρνητική απάντηση) μήπως, σάμπως («σάματις είμαι εγώ καλύτερη;») 2. (σε περιπτώσεις σύγκρισης μιας πραγματικής κατάστασης με μια υποθετική) σαν να μην («σάματι να μην… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Σοάβε, Φελίτσε — (Soave). Ιταλός αρχιτέκτονας (Λουγκάνο 1749 Μιλάνο 1803). Σπούδασε στην Ακαδημία της Πάρμας. Ανήκει στη σχολή του λομβαρδικού νεοκλασικισμού, που χαρακτηρίζεται από διακοσμητική λιτότητα. Από τα έργα του διακρίνονται το εσωτερικό της έπαυλης… …   Dictionary of Greek

  • ἅματ' — ἄματα , ἄμπ repose neut nom/voc/acc pl ἄματι , ἄμπ repose neut dat sg ἄματε , ἄμπ repose neut nom/voc/acc dual ἄ̱ματα , ἦμαρ day neut nom/voc/acc pl (doric) ἄ̱ματι , ἦμαρ day neut dat sg (doric) ἄ̱ματε , ἦμαρ day neut nom/voc/acc dual (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”